- εύσπορος
- εὔσπορος, -ον, επικ. τ. ἐΰσπορος, -ον (Α)1. ο σπαρμένος καλά (α. «εὔσποροι γύαι» β. «εὔσπορος Αἴγυπτος»)2. πλούσιος σε σπόρους, με άφθονους σπόρους («εὔσπορον ἀνθέμιον»)3. (για τον Ερμή) προστάτης τής σποράς.
Dictionary of Greek. 2013.